- αξενίτευτος
- -η, -οαυτός που δεν ξενιτεύτηκε: Πολύ λίγοι ήταν στο νησί οι αξενίτευτοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξενίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξενιτεύθηκε, που δεν μετανάστευσε σε ξένη χώρα … Dictionary of Greek